μυρόχριστος

μυρόχριστος
μῠρό-χριστος, ον,
A anointed with unguent, E.Cyc.501 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρόχριστος — μυρόχριστος, ον (Α) αλειμμένος με μύρο, με άρωμα («μυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό χριστος] …   Dictionary of Greek

  • μυρόχριστος — anointed with unguent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”